
Αψέντι Ο Έντι έπινε αψέντι και έβλεπε τις μέρες να κυλούν Τις νύχτες να κατρακυλούν χωρίς αιτία και σκοπό. Με μια ασίγαστη έλξη ερωτοτροπούσε με την άβυσσο. Ο Έντι έπινε αψέντι. Σε τρούπες έμπαινε σκυφτός κι έβγαινε από κει μισός χωρίς το βάρος που τρελαίνει τους ποιητές και κάνει τους κοινούς θνητούς, να σπέρνουνε απογόνους. Ο Έντι έπινε αψέντι. Αυτό τον κρατούσε ζωντανό κι αυτό κάποτε θα τον σκότωνε. Η φιλοσοφία του ήταν απλή- αν το ποτήρι ήταν άδειο έπρεπε να γεμίσει- αν ηταν γεμάτο έπρεπε να αδειάσει. Ο Έντι έπινε αψέντι. Δεν είχε αφέντη. Έστηνε γλέντι με άλλους μπέκρες πόρνες και λοιπά λιμά μέχρι να γίνει λιώμα, να αλλάξει χρώμα να βγει απ'το σώμα.