Αψέντι
Ο Έντι έπινε αψέντι
και έβλεπε τις μέρες να κυλούν
Τις νύχτες να κατρακυλούν
χωρίς αιτία και σκοπό.
Με μια ασίγαστη έλξη
ερωτοτροπούσε με την άβυσσο.
Ο Έντι έπινε αψέντι.
Σε τρούπες έμπαινε σκυφτός
κι έβγαινε από κει μισός
χωρίς το βάρος
που τρελαίνει τους ποιητές
και κάνει τους κοινούς θνητούς,
να σπέρνουνε απογόνους.
Ο Έντι έπινε αψέντι.
Αυτό τον κρατούσε ζωντανό
κι αυτό κάποτε θα τον σκότωνε.
Η φιλοσοφία του ήταν απλή-
αν το ποτήρι ήταν άδειο
έπρεπε να γεμίσει-
αν ηταν γεμάτο
έπρεπε να αδειάσει.
Ο Έντι έπινε αψέντι.
Δεν είχε αφέντη.
Έστηνε γλέντι
με άλλους μπέκρες
πόρνες και λοιπά λιμά
μέχρι να γίνει λιώμα,
να αλλάξει χρώμα
να βγει απ'το σώμα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου